BUBALUS — I. BUBALUS Graece βούβαλος, in Graeca Versione Deuteron. c. 14. v. 5. et 1. Regum c. 4. v. 23. non significat, quod hodie, bovis silvestris genus, sed capreae potius; unde Hesychius δορκάδιον, i. e. capreolum, explicat. Alii tamem bubalum a… … Hofmann J. Lexicon universale
HYREUS — rusticus quidam Boeotius, qui cum Iovem, Mercurium, ac Neptunum hospitio suscepislet, iuslus perere quicquid vellet, mox voti compos futurus, respondit quidem, se nihil aeque cupere ac filium, uxorem tamen ducere nolle. Quo intellecto tres Dii in … Hofmann J. Lexicon universale
LOTIUM — tingendis olim conchyliis admisceri solitum ex Plin. discimus. Est autem conchylium coloris genus multo pallidius dilutisque purpurâ; unde purpuram a conchylio, h. e. purpuream vestem a conchyliata, Plin. idem discernit l. 9. c. 35. Conchylia et… … Hofmann J. Lexicon universale
URUS — I. URUS ab ὄρος, quasi οὐρεινὸς βοῦς, bos montanus, seu ferus, apud Macrob, Saturnal. l. 6. c. 4. inter animalia Sptentironis, memoratur Plinio. l. 8. c. 15. princip. Gignit Germania (Sythiae contermina) insignia boum ferorum genera, iubatos… … Hofmann J. Lexicon universale
δίσκουρα — δίσκουρα, τα (Α) βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. τού ούρου «διάστημα, απόσταση»] … Dictionary of Greek
επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek